Skip to main content

Η επίδραση της Aγγλικής τέχνης (1980-1989)

x

Χωρίς τίτλο, 1985 

Ακρυλικά σε καμβά, 100 × 80 εκ.
Συλλογή Βασίλη και Κωνσταντίνας Καπετανγιάννη 

x

Χωρίς τίτλο 

Ακρυλικά σε καμβά, 100 × 200 εκ.
Ιδιωτική συλλογή 

x

Χωρίς τίτλο (τμήμα πολύπτυχου), 1983 

Ακρυλικά σε καμβά, 50 × 80 εκ.
Ιδιωτική συλλογή

x

Χωρίς τίτλο (τμήμα πολύπτυχου), 1983 

Ακρυλικά σε καμβά, 50 × 80 εκ.
Ιδιωτική
συλλογή

x

Χωρίς τίτλο, 1985 

Ακρυλικά σε καμβά, 80,5 × 80,5 εκ.
Ιδιωτική
συλλογή

x

Χωρίς τίτλο, 1986 

Ακρυλικά σε καμβά, 80 × 80 εκ.
Ιδιωτική
συλλογή 

x

Χωρίς τίτλο, 1987 

Ακρυλικά σε καμβά, 80,5 × 120 εκ.
Συλλογή Βασίλη και Κωνσταντίνας Καπετανγιάννη
 

x

Χωρίς τίτλο, 1984 

Ακρυλικά σε καμβά, 200 × 100 εκ.
Συλλογή Βασίλη και Κωνσταντίνας Καπετανγιάννη
 

x

Χωρίς τίτλο 

Ακρυλικά σε καμβά, 35 × 60 εκ.
Συλλογή Βασίλη και Κωνσταντίνας Καπετανγιάννη
 

x

Χωρίς τίτλο 

Ακρυλικά σε καμβά, 35 × 60 εκ.
Συλλογή Βασίλη και Κωνσταντίνας Καπετανγιάννη
 

x

Χωρίς τίτλο, 1988 

Ακρυλικά σε καμβά, 80,5 × 50 εκ.
Συλλογή Βασίλη και Κωνσταντίνας Καπετανγιάννη
 

Η επίδραση της Aγγλικής τέχνης (1980-1989)

Από το 1979 και μετά, η ζωγραφική της Κανακάκη έγινε περισσότερο προσωπική. Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80, στράφηκε στην απεικόνιση υφασμάτων, εσωτερικών καθώς και σουρεαλιστικών τοπίων αποδομένων με έναν ψυχρό, σκληρό ρεαλισμό, που βασιζόταν εν πολλοίς στη φωτογραφία. Το 1995 η ζωγράφος δήλωνε: «Μέχρι πολύ πρόσφατα πίστευα ότι υπήρξε ένα μαλακό πέρασμα από τη δεκαετία του ’70, που κυρίως –και για άλλους συναδέλφους της γενιάς μου– εκφραζόμασταν στο πλαίσιο του φωτογραφικού, κριτικού, κοινωνικού ρεαλισμού, μέχρι να περάσουμε σε πιο εξπρεσσιονιστικές γραφές. Εκ των υστέρων συνειδητοποίησα ότι το πέρασμα δεν έγινε διόλου μαλακά. Εκεί, στα μισά της δεκαετίας του ’80, όταν βρισκόμουνα στην Αγγλία, ήρθε μια στιγμή που αισθάνθηκα φοβερή καλλιτεχνική απομόνωση. Τότε ήταν της μόδας ο Γουώρχολ, τα πολλαπλά, ο μινιμαλισμός, το κονσέπσουαλ κ.λπ. Έβραζε το σύμπαν. Όσοι Έλληνες βρεθήκαμε τότε εκεί δεν ξέραμε τι μας γινόταν. Καταστρέψαμε τις πολύ καλές βάσεις που είχαμε βάλει στην Ελλάδα για μια καριέρα ελπιδοφόρα. Χωρίς βιασύνη αφεθήκαμε στο χρόνο και όπου μας έβγαζε. Γι’ αυτό, ίσως, εγώ τουλάχιστον, δεν συνειδητοποίησα αμέσως τη ρήξη. Έλειπα πολύ καιρό από τον ελληνικό εικαστικό χώρο χωρίς να μπορώ να ενταχθώ και στον αγγλικό, στον γαλλικό ή στον γερμανικό» (συνέντευξη στον Δημήτρη Χαρίτο: «Ηρώ Κανακάκη. ‘Εγώ είμαι η ζωγραφική μου…’», περ. Αντί, τχ. 573 [17 Μαρτίου 1995], σ. 52.).

Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80, η ζωγραφική της απομακρύνθηκε από τον ρεαλισμό προς μια πιο ελεύθερη, εξπρεσιονιστική γραφή, η οποία είχε επηρεαστεί αρκετά από την αγγλική τέχνη και ιδίως τους πίνακες του Λούσιαν Φρόιντ, του Φράνσις Μπέικον κ.ά. Αυτά τα έργα της Κανακάκη, κυρίως γυναικεία γυμνά και συνθέσεις με παιδιά, δουλεύονταν με χρώματα θερμά και χαρακτηρίζονται από έντονη δραματικότητα. Εκτέθηκαν σε μια περιοδεύουσα έκθεση στη Βρετανία το 1989 (Αμπερντίν, Λίβερπουλ, Λονδίνο) και λίγο αργότερα, τον Μάρτιο του 1990, στο Διεθνές Κέντρο Εικαστικών Τεχνών «Αέναον», στην Αθήνα. Η έκθεση με τίτλο «Ηρώ Κανακάκη: εικαστικό περιβάλλον» σηματοδοτούσε την επιστροφή και την οριστική εγκατάσταση της ζωγράφου στην Ελλάδα, μετά από 16 χρόνια.

Εκθέματα